ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΞΟΡΚΙ (The Last Incantation)

Translation of Clark Ashton Smith by Ioannis Karagiannakis

Ο μάγος Μαλίγκρις καθόταν στο ψηλότερο δωμάτιο του πύργου του που ήταν χτισμένος σε έναν κωνικό λόφο πάνω από την καρδιά του Σουσράν, πρωτεύουσα της ποσειδωνίας. Κατεργασμένος από μαύρη πέτρα που εξορύχτηκε βαθειά από την γη, δυνατή και σκληρή σαν τον φημισμένο αδάμαντα, αυτός ο πύργος στεκόταν πάνω από όλους τους άλλους και έριχνε την σκιά του μακριά πάνω στις σκεπές και στους θόλους της πόλης, όπως και η αμαρτωλή δύναμη του Μαλίγκρις έριχνε το σκοτάδι της στα μυαλά των ανθρώπων.

Τώρα ο Μαλίγκρις ήταν γέρος και όλη η απαίσια δύναμη των γητειών του, όλοι οι τρομεροί και περίεργοι δαίμονες που είχε υπό τον έλεγχό του, όλοι οι φόβοι που είχε υφάνει στις καρδιές των βασιλέων και των ιεραρχών, δεν έφταναν για να καταπραΰνουν την μαύρη ανία των ημερών του. Καθισμένος στην καρέκλα του που ήταν διακοσμημένη με δόντι από μαστόδοντα και τοποθετημένους απόκρυφους ρούνους από κόκκινο τουρμαλίνη και γαλάζιους κρυστάλλους, κοιτούσε κατσουφιασμένα από το κυβόμορφο παράθυρο από άσπαστο γυαλί. Τα λευκά του φρύδια συστάλθηκαν σε μια μοναδική γραμμή πάνω στην σταχτιά περγαμηνή του προσώπου του, και κάτω απ’ αυτά, τα μάτια του ήταν κρύα και πράσινα σαν πάγος από αρχαίες πλημύρες. Τα γένια του,, μισά άσπρα και μισά μαύρα με ασημένιες λάμψεις, έπεφταν σχεδόν μέχρι τα γόνατά του και έκρυβαν τους τοποθετημένους ερπετοειδείς χαρακτήρες από ασημένιο μαλλί που υπήρχαν στο στήθος της βιολετιάς ρόμπας του. Γύρω του υπήρχαν σκορπισμένα τα εξαρτήματα της τέχνης του. Κρανία ανθρώπων και τεράτων, φιάλες γεμάτες με μαύρα και κόκκινα υγρά που η ιερόσυλη χρήση τους ήταν γνωστή μόνο σ’ αυτόν, μικρά τύμπανα από δέρμα όρνεων και κρόταλα φτιαγμένα από τα κόκκαλα και τα δόντια κροκόδειλου που χρησιμοποιούνταν για να συνοδεύσουν συγκεκριμένα ξόρκια. Το μωσαϊκό πάτωμα ήταν μισοσκεπασμένο με τα δέρματα μαύρων και ασημένιων πιθήκων· και πάνω από την πόρτα κρεμόταν το κεφάλι ενός μονόκερου στο οποίο κατοικούσε ο οικείος δαίμονας του Μαλίγκρις με την μορφή μιας έχιδνας από κοράλλι με ωχρή πράσινη κοιλιά και σκούρες κηλίδες. Βιβλία υπήρχαν σφραγισμένα παντού: αρχαίοι τόμοι με καλύμματα από δέρμα φιδιού και πόρπες φαγωμένες από την οξείδωση, που κρατούσαν την τρομερή γνώση της Ατλαντίδας, τα μυστικά που εξουσίαζαν τους δαίμονες της γης και του φεγγαριού, τα μαγικά που μετέτρεπαν ή αποσύνθεταν τα στοιχεία και τους ρούνους από μια χαμένη γλώσσα της Υπερβορείας, που όταν προφέρονταν δυνατά, ήταν πιο θανάσιμα από δηλητήριο και πιο ισχυρά από κάθε φίλτρο.

Αλλά, παρά όλα αυτά τα αντικείμενα και την δύναμη που κρατούσαν και τον τρόμο που συμβόλιζαν στους ανθρώπους και τον φθόνο που προκαλούσαν σε αντίπαλους μάγους, οι σκέψεις του Μαλίγκρις ήταν σκοτεινές με αμείωτη μελαγχολία, και φθορά γέμιζε την καρδιά του, όπως οι στάχτες γεμίζουν την εστία όπου μια μεγάλη φωτιά πέθανε. Καθόταν ακίνητος και ονειροπολούσε, όταν ο ήλιος του απογεύματος, καθώς έπεφτε πάνω από την πόλη και πάνω από την θάλασσα που ήταν πέρα από την πόλη, χτύπησε με τις φθινοπωρινές ακτίνες του το παράθυρο με το κιτρινοπράσινο γυαλί, άγγιξε με τα χρυσά φαντάσματά του τα ρυτιδωμένα χέρια του Μαλίγκρις και άναψε τα ρουμπίνια που ήταν δεμένα στα δαχτυλίδια του μέχρι που έκαιγαν σαν μάτια δαιμόνων. Αλλά στις ονειροπολήσεις του δεν υπήρχε ούτε φώς ούτε φωτιά. Και φεύγοντας από την γκριζάδα του παρόντος και το σκοτάδι που φαινόταν να πλησιάζει στο μέλλον, δράχτηκε από τις σκιές της μνήμης, όπως ένας τυφλός που έχασε τον ήλιο και τον αναζητά μάταια παντού. Και όλες οι όψεις του χρόνου που ήταν τόσο γεμάτες με χρυσό και λαμπρότητα, οι μέρες του θριάμβου που ήταν χρωματισμένες όπως μια αναδυόμενη φλόγα, τα πορφυρά αυτοκρατορικά χρόνια της νιότης του, όλα αυτά τώρα ήταν ψυχρά και αμυδρά και παράξενα ξεθωριασμένα, και η αναπόληση δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα ανακάτεμα σε σβησμένα κάρβουνα. Ο Μαλίγκρις ψηλάφισε πίσω στα χρόνια της νιότης του, στα θολά, μακρινά, απίστευτα χρόνια, όπου, σαν ένα εξωγήινο άστρο, μια ανάμνηση ακόμα έκαιγε με αμείωτη ηδονή – η ανάμνηση της Νυλίσσα, που είχε αγαπήσει τις ημέρες πριν ο πόθος για απαγορευμένη γνώση και νεκρομαντική κυριαρχία μπει στην ψυχή του. Την είχε ολότελα ξεχάσει για δεκαετίες, μέσα σε μυριάδες προκαταλήψεις μιας ζωής τόσο παράξενα πολυποίκιλης, τόσο πλήρης με απόκρυφα συμβάντα και δυνάμεις, με υπερφυσικούς θριάμβους και κινδύνους. Αλλά τώρα, με την απλή σκέψη αυτής της λυγερόκορμης και αθώας νέας, που τον είχε αγαπήσει τόσο αληθινά όταν και αυτός ήταν νέος, λεπτός και άπειρος, και που είχε πεθάνει από έναν ξαφνικό, παράξενο πυρετό, μόλις την παραμονή της ημέρας του γάμου τους, το σταχτί σαν μούμιας χρώμα του πηγουνιού του πήρε μια φασματική έξαψη και βαθειά μέσα στα παγωμένα μάτια του υπήρξε ένα σπινθηροβόλημα, ίδιο με την λάμψη των καντηλιών στα νεκροταφεία. Στα όνειρά του, εγέρθηκαν οι ανεπανόρθωτοι ήλιοι της νιότης και είδε την σκιασμένη από μυρτιές κοιλάδα του Μέρος και τον χείμαρρο Ζεμάντερ στου οποίου τις αιώνιες χλοερές όχθες, είχε περπατήσει στην άμπωτη με την Νυλίσσα, βλέποντας την γέννηση των θερινών αστεριών στον ουρανό, στον χείμαρρο και στα μάτια της αγαπημένης του.

Τώρα, απευθυνόμενος στην δαιμονική έχιδνα που κατοικούσε στο κεφάλι του μονόκερου, ο Μαλίγκρις μίλησε, με την χαμηλή, μονότονη ψαλμωδία κάποιου που σκέφτεται δυνατά:

“Έχιδνα, στα χρόνια πριν έρθεις να κατοικήσεις μαζί μου και να φτιάξεις την φωλιά σου στο κεφάλι του μονόκερου, ήξερα ένα κορίτσι που ήταν όμορφο και εύθραυστο σαν τις ορχιδέες της ζούγκλας, και που πέθανε, όπως πεθαίνουν οι ορχιδέες… Έχιδνα, δεν είμαι ο Μαλίγκρις, στον οποίο επικεντρώνονται οι αρχές όλων των απόκρυφων γνώσεων, οι απαγορευμένες εξουσίες, αυτές πάνω στους ηλιακούς και σεληνιακούς δαίμονες, πάνω στους ζωντανούς και τους νεκρούς; Εάν το επιθυμώ, δεν μπορώ να καλέσω την Νυλίσσα, στην καλύτερη στιγμή της νιότης και της ομορφιάς της, και να την φέρω από τις απαράλλαχτες σκιές των μυστικών τύμβων, για να σταθεί μπροστά μου μέσα σε αυτό το δωμάτιο, μέσα στις απογευματινές ακτίνες αυτού του φθινοπωρινού ήλιου;”

“Ναι αφέντη”, απάντησε η έχιδνα, με ένα μαλακό αλλά ιδιαίτερα διαπεραστικό σφύριγμα, “Είσαι ο Μαλίγκρις, και όλες οι μαγικές και νεκρομαντικές δυνάμεις είναι δικές σου, όλα τα ξόρκια και οι γητείες και τα μυστικά είναι γνωστά σε σένα. Είναι δυνατό εάν το επιθυμήσεις, να καλέσεις την Νυλίσσα από το μέρος που διαμένει μαζί με τους νεκρούς και  να την δεις όπως ήταν πριν η ομορφιά της γνωρίσει το κορακίσιο φιλί του σκουληκιού.”

“Έχιδνα, είναι σωστό; Είναι καλό να την καλέσω ανάμεσά μας; Θα υπάρξει κάτι που θα χάσω ή θα μετανιώσω;” Η έχιδνα φάνηκε να διστάζει. Τότε, με ένα πιο αργό και υπόκωφο σφύριγμα, είπε: “Είναι σωστό για τον Μαλίγκρις να κάνει ότι θελήσει. Ποιος, εκτός από τον Μαλίγκρις, μπορεί αν αποφασίσει αν κάτι είναι καλό ή άρρωστο;”

“Με άλλα λόγια, δεν θα με συμβουλεύσεις;” Είπε περισσότερο σαν δήλωση παρά σαν ερώτηση, και η έχιδνα δεν αποκρίθηκε.

Ο Μαλίγκρις σκέφτηκε για λίγο, έχοντας το πιγούνι του στα ροζιασμένα του χέρια. Τότε σηκώθηκε με μια μεγάλη, ασυνήθιστη αποφασιστικότητα και βεβαιότητα στις κινήσεις του που κούνησε τις ρυτίδες του, και συγκέντρωσε, από διάφορα σημεία του δωματίου, από ράφια από έβενο, από μπαούλα με χρυσές, μπρούντζινες και από ήλεκτρο κλειδαριές, τα διάφορα εξαρτήματα που θα χρειαζόταν για την μαγεία του. Σχεδίασε στο πάτωμα τους κατάλληλους κύκλους, και μπαίνοντας μέσα στον εσωτερικό, άναψε τα θυμιατά που περιείχαν τα κατάλληλα θυμιάματα και διάβασε φωναχτά από ένα μακρύ και στενό χειρόγραφο από γκρίζο πέπλο, τους πορφυρούς, σκουληκόμορφους ρούνους της τελετής που καλούσε τους νεκρούς. Οι καπνοί από τα θυμιάματα, μπλε, άσπροι και βιολετιοί, σηκώθηκαν σε πυκνά σύννεφα και γρήγορα γέμισαν το δωμάτιο με ολοένα συστρεφόμενες και εναλλασσόμενες στήλες, ανάμεσα στις οποίες το φώς του ήλιου χανόταν και το διαδεχόταν μια ωχρή, αναδυόμενη λάμψη, χλωμή σαν το φώς των φεγγαριών που ανεβαίνουν από την λήθη. Με αφύσικη νωχελικότητα, με απάνθρωπη επισημότητα, η φωνή του νεκρομάντη συνέχισε με ιερατικούς ψαλμούς μέχρι που το χειρόγραφο τελείωσε και οι τελευταίοι ήχοι ελαττώθηκαν και πέθαναν μέσα σε κούφιες ταφικές δονήσεις. Τότε, οι χρωματιστοί ατμοί καθάρισαν, όπως οι πτυχές μιας κουρτίνας που τραβιέται πίσω. Αλλά η ωχρή αναδυόμενη λάμψη ακόμα γέμιζε το δωμάτιο, και ανάμεσα στον Μαλίγκρις και στην πόρτα που κρεμόταν το κεφάλι του μονόκερου, στεκόταν η εμφανισμένη Νυλίσσα, όπως στεκόταν τα περασμένα χρόνια, λίγο σκυμμένη σαν λουλούδι στον άνεμο, και χαμογελώντας με την απρόσεκτη δριμύτητα της νιότης. Εύθραυστη, ωχρή, αλλά απλά ντυμένη, με μπουμπούκια ανεμώνης στα μαύρα της μαλλιά, με μάτια που κρατούσαν το νεογέννητο γαλάζιο των ανοιξιάτικων παραδείσων, ήταν όλα όσα θυμόταν ο Μαλίγκρις, και η γλοιώδη του καρδιά ταράχτηκε με έναν υπέροχο πυρετό καθώς την κοιτούσε.

“Είσαι η Νυλίσσα;” ρώτησε, “η Νυλίσσα που αγάπησα στην σκιασμένη από μυρτιές κοιλάδα του Μέρος, τις χρυσές μέρες που έχουν φύγει μαζί με τους νεκρούς αιώνες στον άχρονο κόλπο;”

“Ναι, είμαι η Νυλίσσα.” Η φωνή της είχε τον ίδιο απλό και ασημένιο κυματισμό της φωνής που ηχούσε τόσο καιρό στην μνήμη του… Αλλά κάπως, καθώς ατένιζε και άκουγε, γεννήθηκε μια αμυδρή αμφιβολία· μια αμφιβολία όχι τόσο παράλογη ή αφόρητη, αλλά ωστόσο επίμονη. Ήταν ολόκληρη η Νυλίσσα που ήξερε; Μήπως υπήρχε μια  αμυδρή αλλαγή, τόσο δύσκολη να ονομαστεί η να αναγνωριστεί, κάτι που ο χρόνος και ο τάφος είχαν πάρει μακριά, ένα ακαθόριστο κάτι που η μαγεία του δεν είχε επαναφέρει; Ήταν τα μάτια τόσο τρυφερά, ήταν τα μαύρα μαλλιά τόσο λαμπερά, η μορφή τόσο λιγνή και εύκαμπτη όσο του κοριτσιού που θυμόταν; Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος, και η αμφιβολία που μεγάλωνε πέτυχε να φέρει μια απόγνωση και μια φρικαλέα απελπισία που έπνιγε την καρδιά του σαν στάχτες. Η λεπτομερή εξέταση έγινε κρίσιμη και σκληρή έρευνα, και ξαφνικά το φάντασμα έγινε λιγότερο και λιγότερο η τέλεια μορφή της Νυλίσσα, στιγμιαία τα χείλη και τα φρύδια έγιναν λιγότερο αγαπητά, λιγότερο λεπτά και καμπυλωτά. Η λεπτή φιγούρα έγινε ισχνή, οι μπούκλες πήραν ένα κοινό μαύρο χρώμα και ο λαιμός ένα συνηθισμένο χλωμό. Η ψυχή του Μαλίγκρις έγινε ξανά άρρωστη από τα γηρατειά και την απόγνωση του θανάτου της εξαφανισμένης ελπίδας. Δεν μπορούσε να πιστέψει πια στην αγάπη ή στα νιάτα ή στην ομορφιά, και ακόμα και η θύμηση αυτών των πραγμάτων ήταν ένα αμφίβολο όραμα, κάτι που μπορεί να έγινε, μπορεί και όχι. Δεν έμεινε τίποτα παρά σκιές και γκριζάδα και σκόνη, τίποτα παρά το άδειο σκοτάδι και το κρύο και το βάρος μιας αφόρητης εξάντλησης και μιας αγιάτρευτης αγωνίας.

Με τόνους που ήταν λεπτοί και τρεμάμενοι, σαν το φάντασμα της προηγούμενης φωνής του, πρόφερε το ξόρκι που αποδεσμεύει το καλούμενο πνεύμα. Η μορφή της Νυλίσσα έλιωσε στον αέρα σαν καπνός και η σεληνιακή λάμψη που την περιέβαλλε αντικαταστάθηκε από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Ο Μαλίγκρις γύρισε στην έχιδνα και μίλησε με ένα τόνο μελαγχολικής μομφής:

“Γιατί δεν με προειδοποίησες;”

“Θα ήταν αυτή η προειδοποίηση ωφέλιμη;” Ήταν η αντερώτηση. “Όλη η γνώση είναι δική σου Μαλίγκρις, εκτός από ένα πράγμα, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να το μάθεις.”

“Ποιο πράγμα;” Ρώτησε ο μάγος. “Δεν έμαθα τίποτα άλλο παρά την ματαιότητα της σοφίας, την ανικανότητα της μαγείας, την ακύρωση της αγάπης και την απατηλότητα της μνήμης… Πες μου, γιατί δεν μπόρεσα να καλέσω στην ζωή την ίδια Νυλίσσα που ήξερα, ή νόμιζα ότι ήξερα;”

“Ήταν όντως η Νυλίσσα αυτή που κάλεσες και είδες”, απάντησε η έχιδνα. “Η νεκρομαντεία σου ήταν ισχυρή ως αυτό το σημείο, αλλά κανένα νεκρομαντικό ξόρκι δεν μπορεί να επαναφέρει την δική σου χαμένη νιότη ή την θερμή και αγνή καρδιά που αγάπησε την Νυλίσσα, ή τα μάτια που διακαώς την κοιτούσαν τότε. Αυτό, αφέντη μου, ήταν το πράγμα που έπρεπε να μάθεις.”


English original: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΞΟΡΚΙ   (The Last Incantation)

Top of Page